- γαλακτόχρως
- γᾰλακτό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,A milk-coloured, Philyll.4, Nausicr.2: neut. pl.,
γαλακτόχροα Dsc.3.47
: nom. pl. γαλακτόχροες in Opp.C.3.478 is f.l. for γαλακόχροες.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαλακτόχροα Dsc.3.47
: nom. pl. γαλακτόχροες in Opp.C.3.478 is f.l. for γαλακόχροες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαλακτόχρως — και γαλακόχρως, ο, η (Α) ο γαλακτόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + χρως < χρώς «χρώμα» (πρβλ. υγρόχρως, μελανόχρως)] … Dictionary of Greek
γαλακόχρως — ο (Α) βλ. γαλακτόχρως … Dictionary of Greek